- προσευνάζομαι
- προσευνάζομαι, [voice] Pass.,A come to rest upon, τῇ γῇ, of a wave, Philostr. Her.19.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσευνάζομαι — Α πλαγιάζω, ξαπλώνω επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εὐνάζομαι «κατακλίνομαι, πλαγιάζω»] … Dictionary of Greek
προσευνάσθη — προσευνάζομαι come to rest upon aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)